σκαληνός

σκαληνός
η , ό[ν]
1) неровный, негладкий; 2) разносторонний (о треугольнике)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκαληνός" в других словарях:

  • σκαληνός — uneven masc nom sg σκαληνός uneven masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… …   Dictionary of Greek

  • σκαληνός — ή, ό 1. λοξός, στραβός. 2. «σκαληνό τρίγωνο», τρίγωνο με άνισες τις πλευρές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαληνά — σκαληνός uneven neut nom/voc/acc pl σκαληνά̱ , σκαληνός uneven fem nom/voc/acc dual σκαληνά̱ , σκαληνός uneven fem nom/voc sg (doric aeolic) σκαληνός uneven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαληνόν — σκαληνός uneven masc acc sg σκαληνός uneven neut nom/voc/acc sg σκαληνός uneven masc/fem acc sg σκαληνός uneven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαληνοῖς — σκαληνός uneven masc/neut dat pl σκαληνός uneven masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαληνούς — σκαληνός uneven masc acc pl σκαληνός uneven masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαληνῷ — σκαληνός uneven masc/neut dat sg σκαληνός uneven masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαληνῶν — σκαληνής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) σκαληνός uneven fem gen pl σκαληνός uneven masc/neut gen pl σκαληνός uneven masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαληνής — ες, Α σκαληνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα] …   Dictionary of Greek

  • σκαληνούμαι — όομαι, Α [σκαληνός] γίνομαι σκαληνός, καθίσταμαι ασύμμετρος («τὸ σκαληνοῡσθαι τὴν ὄψιν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»